στρατηγίας

στρατηγίας
στρατηγίᾱς , στρατηγία
office of general
fem acc pl
στρατηγίᾱς , στρατηγία
office of general
fem gen sg (attic doric aeolic)
στρατηγίᾱς , στρατηγιάω
wish to be a general
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρατηγία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατηγίη Α [στρατηγός] 1. το αξίωμα ή το έργο τού στρατηγού 2. η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελεί κανείς στρατηγός, έχει την αρχηγία τού στρατού αρχ. 1. στρατηγική ικανότητα, στρατηγική δεινότητα («λέξον ἡμῑν πόθεν… …   Dictionary of Greek

  • вьсеводьство — ВЬСЕВОДЬСТВ|О (1*), А с. Предводительство: и того [Моисея] законо(м) и всево(д)ство(м). въведу ли что и ѿ не свои(х). паче же и зѣло мои(х). аще дх҃внѣ разумѣеши. (τῆς... στρατηγίας) ГБ XIV, 68б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CATAONIA — supra Ciliciam regio, confinis Cappadociae, ut Corn. Nepos in Datame, c. 4. describit. Incolae Cataones dicuntur Stephano. Vide Plin. l. 6. c. 2. Sita est autem regio ad Taurum montem, ubi Euphrates eius obiectu in Meridiem retorquetur. Steph.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αποστράτηγος — ἀποστράτηγος, ο (Α) 1. στρατηγός που έχει αποσυρθεί από την υπηρεσία 2. στρατηγός που έχει συμπληρώσει τον χρόνο της στρατηγίας του 3. φρ. «ἀποστράτηγον ποιῶ τινα» τον θέτω σε αργία, τον αντικαθιστώ με άλλον …   Dictionary of Greek

  • ομότιμος — η, ο (ΑΜ ὁμότιμος, ον) αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο… …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • υποφθονώ — έω, Α [φθονῶ] φθονώ κάποιον κρυφά («ύπεφθόνει τῆς στρατηγίας τῷ Τισσαφέρνει», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαρόπουλος — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Βούλπη των Αγράφων. Διετέλεσε οπλαρχηγός στο σώμα του Γεωργίου Καραϊσκάκη και πολέμησε στη δυτική Ελλάδα, στην Αττική κ.α. Μετά το τέλος της Επανάστασης, επικεφαλής αποσπάσματος το οποίο …   Dictionary of Greek

  • Μαραθών — Αρχαία πόλη της Αττικής. Ήταν χτισμένος σε πεδιάδα με την ίδια ονομασία στα ΒΑ της πόλης των Αθηνών και έμεινε στην ιστορία κυρίως από την περίφημη μάχη που έγινε εκεί τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων («προμαχούντων των Ελλήνων»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”