στρατηγία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατηγίη Α [στρατηγός] 1. το αξίωμα ή το έργο τού στρατηγού 2. η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελεί κανείς στρατηγός, έχει την αρχηγία τού στρατού αρχ. 1. στρατηγική ικανότητα, στρατηγική δεινότητα («λέξον ἡμῑν πόθεν… … Dictionary of Greek
вьсеводьство — ВЬСЕВОДЬСТВ|О (1*), А с. Предводительство: и того [Моисея] законо(м) и всево(д)ство(м). въведу ли что и ѿ не свои(х). паче же и зѣло мои(х). аще дх҃внѣ разумѣеши. (τῆς... στρατηγίας) ГБ XIV, 68б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CATAONIA — supra Ciliciam regio, confinis Cappadociae, ut Corn. Nepos in Datame, c. 4. describit. Incolae Cataones dicuntur Stephano. Vide Plin. l. 6. c. 2. Sita est autem regio ad Taurum montem, ubi Euphrates eius obiectu in Meridiem retorquetur. Steph.… … Hofmann J. Lexicon universale
αποστράτηγος — ἀποστράτηγος, ο (Α) 1. στρατηγός που έχει αποσυρθεί από την υπηρεσία 2. στρατηγός που έχει συμπληρώσει τον χρόνο της στρατηγίας του 3. φρ. «ἀποστράτηγον ποιῶ τινα» τον θέτω σε αργία, τον αντικαθιστώ με άλλον … Dictionary of Greek
ομότιμος — η, ο (ΑΜ ὁμότιμος, ον) αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
υποφθονώ — έω, Α [φθονῶ] φθονώ κάποιον κρυφά («ύπεφθόνει τῆς στρατηγίας τῷ Τισσαφέρνει», Ξεν.) … Dictionary of Greek
Ζαχαρόπουλος — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Βούλπη των Αγράφων. Διετέλεσε οπλαρχηγός στο σώμα του Γεωργίου Καραϊσκάκη και πολέμησε στη δυτική Ελλάδα, στην Αττική κ.α. Μετά το τέλος της Επανάστασης, επικεφαλής αποσπάσματος το οποίο … Dictionary of Greek
Μαραθών — Αρχαία πόλη της Αττικής. Ήταν χτισμένος σε πεδιάδα με την ίδια ονομασία στα ΒΑ της πόλης των Αθηνών και έμεινε στην ιστορία κυρίως από την περίφημη μάχη που έγινε εκεί τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων («προμαχούντων των Ελλήνων»… … Dictionary of Greek